διάρρηκτος

διάρρηκτος
-η, -ο
αυτός που έχει υποστεί διάρρηξη, παραβιασμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαρρηκτός — ή, ό ικανός να διαρραγεί, να παραβιαστεί …   Dictionary of Greek

  • κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • πορορραγής — ές, Ν βοτ. 1. διαρρηκτός 2. φρ. «πορορραγής κάψα» βοτ. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, κάψα που ανοίγει σε προκαθορισμένες θέσεις τού τοιχώματος τής ωοθήκης με πόρους από τους οποίους απελευθερώνονται τα σπέρματα …   Dictionary of Greek

  • κιμιτσιφούγκα — (Cimicifuga). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 10 είδη υγρόφιλων ποών του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για ψηλά πολυετή φυτά με πλατιά και οδοντωτά φύλλα, κατ’ εναλλαγή, σκούρου πράσινου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”